- κωχιάζω
- μετ.1) класть, ставить в угол; 2) делать угловатым (что-л.); образовывать углы (на чём-л.); 3) зазубрить, зазубривать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κωχιάζω — [κώχη] 1. τοποθετώ κάτι σε γωνία 2. κάνω κώχες, κάνω γωνίες 3. (για ιστίο) αποκτώ κώχες … Dictionary of Greek
κώχιασμα — το [κωχιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κωχιάζω, η κατασκευή γωνιών 2. η τοποθέτηση πράγματος σε γωνία … Dictionary of Greek
κωχιαστός — ή, ό [κωχιάζω] αυτός που έχει γωνίες … Dictionary of Greek